Κουπατσιάρικα Χωριά

Στις παρυφές της Β.Α. Πίνδου ξαποσταίνει ένα πλήθος από ορεινά χωριά. Οι μικρές κοινωνίες φωλιάζουν αθέατες από τα βλέμματα των ανθρώπων, αφού ανέκαθεν αναζητούσαν καταφύγιο στις απόκρημνες κόχες των φαραγγιών, στη σκιά των δασών, στις ρίζες των βράχων.

Η οικιστική αυτή  ενότητα ,που ήταν γνωστή στη Μακεδονία σαν Κουπατσιάρικα χωριά, πήρε το όνομά της από τη βλάχικη λέξη «κουπάτσιου» που σημαίνει βελανιδιά, γεγονός που σχετίζεται με την κατάφυτη με βελανιδιές γύρω περιοχή. Οι Φιλιππαίοι ,η Αετιά, το Δοτσικό, το Μεσολούρι, το Πρόσβορο, η Αλατόπετρα, το Πολυνέρι, το Πανόραμα, η Λάβδα, το Περιβολάκι, ο Ζιάκας, το Σπήλαιο, το Παρόρειο, ο Σταυρός, το Κοσμάτι, το Τρίκωμο, το Μοναχίτι, το Μικρολίβαδο, το Κηπουριό και το Μαυρονόρος είναι μερικά από αυτά. Tα Κουπατσιάρικα χωριά διασκορπίζονται περιμετρικά του ΄Ορλιακα, και κυρίως γύρω από την κοίτη του ποταμού Βενέτικου, ενός από τους σημαντικότερους βραχίονες του Αλιάκμονα. Στο μεγαλύτερο μέρος τους εκτείνονται στην ορεινή ζώνη μεταξύ των βλάχικων χωριών της Πίνδου και των εμπορικών κέντρων του κάμπου, αποτελώντας το φυσικό ενδιάμεσο σκαλοπάτι επικοινωνίας των δυο νευραλγικών περιοχών.

Οι κάτοικοί τους υπήρξαν κατά παράδοση κτηνοτρόφοι. Όμως η εκτεταμένη χρήση των βοσκοτόπων από τους Βλάχους νομάδες , οδήγησε τους Κουπατσιαραίους να στραφούν στην οργάνωση μεταφορικών  σιναφιών (=ομάδων), που εξυπηρετούσαν τις αυξημένες ανάγκες των Βλάχων για παράδοση ξυλείας και κτηνοτροφικών προϊόντων στα παζάρια των πόλεων. Ανάμεσά τους, τα χωριά Ζιάκας, Σπήλαιο και Φιλιππαίοι άκμασαν ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κυρίως λόγω της σημαντικής θέσης τους δίπλα στα ορεινά περάσματα. Πλήθος γεφυριών και λιθόστρωτων δρόμων αποτελούσαν αρτηρίες ζωής που συνέδεαν τους απρόσιτους οικισμούς της Πίνδου με τις πεδιάδες και τις πόλεις της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Στην περιοχή του ΄Ορλιακα είχε τα λημέρια του ο ξακουστός κλεφταρματολός  Θεόδωρος  Ζιάκας. Στις 16 Μαΐου 1854,στη θέση Χούνη Χαρβάλη, με τα 1.000 παλικάρια του αντιστάθηκε ηρωικά στους 10.000 Τουρκαλβανούς του Αβδή πασά. Μετά τη μεσολάβηση Ευρωπαίων πρεσβευτών αναχώρησε με τα γυναικόπαιδα για τη Λαμία, στην ελεύθερη πια Ελλάδα.

Η δίνη της ιστορίας δοκίμασε, το ίδιο σκληρά, και αργότερα τους επίμονους Κουπατσιαραίους, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά κυρίως στα χρόνια του Εμφυλίου εκπατρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα ο τόπος να ερημώσει.

Στο Σπήλαιο, που βρίσκεται πάνω σε φυσικά οχυρή θέση όπου έχουν ανιχνευθεί ερείπια αρχαίου οικισμού, κτίστηκε η μονή της Παναγιάς Σπηλιώτισσας, γνωστή σε όλη τη δυτική Μακεδονία για τον πλούτο και τα μετόχια της, καθώς με την πάροδο του χρόνου αποτέλεσε τον πυρήνα ενός ζωντανού οικιστικού συνόλου. Παλιότερα η περιοχή καυχιόταν ότι φιλοξενούσε μερικούς από τους πιο γόνιμους ορεινούς αμπελώνες της Μακεδονίας. Σήμερα η αμπελουργία έχει κατά κύριο λόγο εγκαταλειφθεί, αλλά οι παλιοί μαστόροι του τσίπουρου αποστάζουν ακόμη με τον πατροπαράδοτο τρόπο στα καζαναριά. Κάτω από το Σπήλαιο βρίσκεται το επιβλητικό φαράγγι, τα αντικριστά σαν Συμπληγάδες βράχια και το πέτρινο γεφύρι της Πορτίτσας.

Κάπου εκεί στα υψίπεδα του ΄Ορλιακα, της Βασιλίτσας και του πανέμορφου Λύγγου, γεννιέται το γνήσιο παιδί των  βουνοκορφών αυτών της Βόρειας Πίνδου,  ο ποταμός Βενέτικος, από τις πρώτες κιόλας σταλαγματιές των απειράριθμων πηγών. Στο πέρασμά του μεταφέρει τα μυστικά των χιονισμένων κορφών σε μια αέναη κίνηση χωρίς αρχή και τέλος. Πλήθος μεγάλα και μικρότερα γεφύρια, που στεφανώνουν διαδοχικά την πορεία του, δηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία παντού, διατηρώντας ζωντανό ένα θαύμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και αισθητικής που αντέχει στο χρόνο. Ανάμεσά τους θα ξεχωρίσουμε τρία γεφύρια, τα οποία αξίζει να αναζητήσει κάποιος για διαφορετικό λόγο το καθένα.

Α] Το γεφύρι του Σπανού :

Γεφυρώνει τον Βενέτικο ποταμό με τα πέντε τόξα του και είναι το μεγαλύτερο σε μήκος -84 μέτρα-σωζόμενο  γεφύρι της Μακεδονίας και το πιο καλοδιατηρημένο. Το όνομά του οφείλεται στον Μουσταφά αγά από το Αργυρόκαστρο, τον επονομαζόμενο Σπανό, που το χρηματοδότησε για να κτιστεί το 1846.

Β]Το γεφύρι του Αζίζ-αγά :

Το θεόρατο γεφύρι του Αζίζ –αγά, κοντά στο Τρίκωμο, είναι το εντυπωσιακότερο γεφύρι των Γρεβενών και ολόκληρου του μακεδονικού χώρου. Διαθέτει το μεγαλύτερο σε άνοιγμα και ύψος τόξο από τα σωζόμενα γεφύρια της Μακεδονίας, που φτάνει τα 15 μέτρα και συνολικό μήκος τα 71 μέτρα. Κτίστηκε επί Τουρκοκρατίας -το 1727-με πολλές δυσκολίες, αφού κατέρρευσε δυο φορές -και χρηματοδοτήθηκε από τον  τοπάρχη Αζίζ – αγά. Το σημαντικό αυτό γεφύρι βρισκόταν πάνω σε μια από τις ορεινές μουλαρόστρατες που συνέδεαν την ΄Ηπειρο με τη Μακεδονία. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διευκόλυνε το πέρασμα των Κουπατσιαραίων αγωγιατών που μετέφεραν εμπορεύματα μα και των καραβανιών που έφευγαν για την Ανατολική Ευρώπη. Ακόμη και σήμερα υπάρχει το κουδούνι κρεμασμένο στη μεσαία καμάρα, που προειδοποιούσε το καραβάνι για τον κίνδυνο του δυνατού αέρα.

Γ] Το γεφύρι του Δοτσικού :

Ξεχωρίζει γιατί είναι το μοναδικό στο νομό Γρεβενών που βρίσκεται μέσα σε οικισμό και σε υψόμετρο 1.100 μ. Κτισμένο το 1870-1880 από ντόπιους μαστόρους, έχει την ιδιαιτερότητα ότι στη μεσαία πέτρα –το κλειδί-της νότιας όψης του τόξου του, είναι σκαλισμένο λιθανάγλυφο αντρικό πρόσωπο. Ο χαρακτήρας του είναι εξευμενιστικός και αποτρεπτικός προς το στοιχείο του ποταμού. Είναι μονότοξο με μήκος σχεδόν 25 μ. και ύψος 4 μ.

http://www.vlachs.gr/el/the-vlachs-metropolis-and-diaspora/oi-koupatsaraioi