Τραγούδια

  1. Του Γιάννη Πρίφτη

Τρεις περδικούλες κάθουνταν, απάν’ από το Σμόλκα,

μοιργιολογούσαν κι έλεγαν, μοιργιολογούν και λένε,

Τ’ είν’ τα μπαϊράκια πούρχονται, απ’ τη Ρωμέϊκη ράχη;

Αφήστε τους κι ας έρχονται, ναρθούνε παραδώθε.

Σαν ζώνει ο Γιάννης το σπαθί, σαν παίρνει το ντουφέκι,

τραβάει τον ανήφορο, σαν τ’ άγριο περιστέρι.

Τρέχει η μάνα τ’ που κοντά, χτυπιέται και φωνάζει

«πού πας Γιαννάκη μ’ μουναχός, δίχως κανέν’ κοντά σου;»

Ο Γιάννης χαμογέλασε, ταράζει το κεφάλι.

«Δεν είν’ εδώ Τσαρίτσανη, δεν είναι Αλασσώνα

Εδώ το λένε Τσιούργιακα, το λένε Σαμαρίνα».

Τραβάει ο Γιάννης το σπαθί και κάμνει το γιουρούσι,

δεξιά μεριά τους έκοβε, ζερβά τους θημωνιάζει.

Η Αρβανιτιά τον τρόμαξε, για φόβο στα παιδιά τους

τα λένε Αρβανίτικα για τη λαχτάρα πούειδαν,

Σώπα, ο Πρίφτης έρχεται να κόψει το κεφάλι»

Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833»

.

  1. Αριστείδης

Σύρι γκιζέρα Αριστείδη μου, σύρι γκιζέρα τζιουβαΐρι μου

κι στουν απάνου κόσμου Αριστείδη μου, κι στουν απάνου κόσμου τζιουβαΐρι μου.

Κι αν εύρεις κι άλλη Αριστείδη μου κι αν εύρεις κι άλλη τέτοια όμορφη,

μουρφότιρ’ απού μένα Αριστείδη μου μουρφότιρ’ απού μένα τζιουβαΐρι μου,

ρίξι κι σκότουσέ μι Αριστείδη μου, ρίξι κι σκότουσέ μι τζιουβαΐρι μου.

 

  1. Του καπετάν Λούκα

“Ένα πουλάκι λάλησε στου Λέχουβου τη ράχη

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, κι ούτε σα χελιδόνι

Μον κελαηδούσε κι έλεγε μον κελαηδεί και λέγει:

-Καλά ήσαν Λούκα μ’ στα βουνά και στα Καστανοχώρια,

τι χάλευες, τι γύρευες στου Λέχουβου τη ράχη;

Πάεινα για το Μυρίχοβο και για την Καρατζιόβα

Γιατί μας κατηγόρησαν Ζιάκας κι Παπαδήμας

Δεν καν’ ου Λούκας γι’ αρχηγός κι ούτε για καπετάνιος”.

 

  1. Στα Γρεβενά

Στα Γρεβενά, στα Γρεβενά, στον έμορφο τον τόπο,

ν’ εκεί λαλούν οι πέρδικες κι αντικοπούν τα πλάια

Περδίκα πάει να πιει νερό και πιάστηκε στα βρόχια

Κι ο κυνηγός από μεριά, πάησε για να την πιάσει.

Παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέει:

Αφσές μ’, αφσές με κυνηγέ και πιάσε την τρυγόνα,

γιατ’ έχω δικουχτώ πιδιά κι ορφάνια δεν τα πρέπει.

 

  1. Ένας λεβέντης χόρευε

Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι.

Κι η κόρη που τον αγαπάει κι η κόρη που τον θέλει.

Πού ήσαν εψές λεβέντη μου πού ήσαν προψές το βράδυ

Εψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδελφή μου

κι απόψε ήρθα στο σπίτι σου ήρθα στην αγκαλιά σου.

 

  1. Τα μάγια στο πηγάδι

Πανάθεμα ποιος μ’ έριξε τα μάγια στο πηγάδι,

μου μάγεψε τον άνδρα μου και θέλ’ να με χωρίσει.

Αν με χωρίσεις άνδρα μου εσύ θα μετανιώσεις.

Στις δυο στις τρεις θα λούζομαι στις τέσσερις θα ’λάζω

και στις εφτά και στις οχτώ θα βγαίνω στο σεργιάνι.

Στις δώδεκα στις δεκατρείς άλλουν άνδρα θα πάρω.

 

  1. Καμάρ’ πό ‘χουν τα πρόβατα

Καμάρ’ πό ‘χουν τα πρόβατα κι λεβεντιά τα γίδια,

καμάρ’ πό ‘χει κι ένας γαμπρός με τρεις καλές κουνιάδες.

Η μια του παίρνει τα’ άλουγο, η άλλη το σελώνει

κι η τρίτη η μικρότερη κρυφά του κουβεντιάζει.

Γαμπρέ μ’ να πας κι να ’ρχισι κάθε Σαββάτου βράδυ,

να χαίρουντι οι φίλοι μας να σκάζουν οι ουχτροί μας.

 

  1. Πέντε χρόνους γκιζερούσα

Πέντε χρόνους γκιζερούσα στο γιαλό, γιαλό δυο μου μάτια

κι άλλους πέντε συργιανούσα  έξω στη στεριά δυο μου μάτια έξω στη στεριά.

Για να βρω καλή γυναίκα για να παντρευτώ μωρέ γιε μου για να παντρευτώ.

Και που πάεσα και τη βρήκα και τη λόγιασα μεσ’ του γκιουλ μπαχτσέ

τη βρήκα και τη λόγιασα, που μαζεύει τα λουλούδια τα τραντάφυλλα.

 

  1. Ανάθεμα

Ανάθεμα ποιος έλεγε τ’ αδέλφια δεν πουνιούνται.

Τ’ αδέλφια σκίζουν τα βουνά κι αδελφές τους κάμπους

κι μάνα σκίζει θάλασσα, ώσπου να τ’ ανταμώσει.

Κι πάεσε κι τ’ αντάμωσε σ’ ένα ξερό ποτάμι.

Κλάψεν αυτή, κλάψεν αυτά, κίνησε το ποτάμι.

 

  1. Σε τούτην τάβλα

Σε τούτην τάβλα τη χρυσή γραμμένα μάτια μ’

κι παρδουλά σε τούτο το νουμπέτι

τρεις μαυρομάτες μας κερνούν κι τρεις αράδ’ αράδα.

Η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με την κούπα,

κ’ η Τρίτη η μικρότερη, κερνάει με το ποτήρι.

Όσα ποτήρια τους κερνάει τόσες ευχές τους λέει.

Να ζήσουν χρόνους εκατό κι να τους απεράσουν.